- πυρριχιστης
- πυρριχιστήςπυρρῐχιστής-οῦ ὅ пиррихист, участник пиррихи Lys., Isae., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πυρριχιστής — ὁ, ΝΑ [πυρριχίζω] χορευτής τού πυρρίχιου χορού … Dictionary of Greek
πυρριχισταῖς — πυρριχιστής dancer of the masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχισταί — πυρριχιστής dancer of the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιστῶν — πυρριχιστής dancer of the masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιστάς — πυρριχιστά̱ς , πυρριχιστής dancer of the masc acc pl πυρριχιστά̱ς , πυρριχιστής dancer of the masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιστικός — ή, όν, Α [πυρριχιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πυρριχιστή … Dictionary of Greek